ἐνόπλως

ἐνόπλως
ἔνοπλος
in arms
adverbial
ἔνοπλος
in arms
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ένοπλος — η, ο (AM ἔνοπλος, ον) [όπλον] αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος νεοελλ. 1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη») 2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» το σύνολο τών στρατιωτικών και… …   Dictionary of Greek

  • Κουάκεροι — (Quakers). Ονομασία των μελών προτεσταντικής αίρεσης. Εμφανίστηκε τον 17o αι. στη Μεγάλη Βρετανία και στις αποικίες των ΗΠΑ. Ονομάζονται επίσης Κοινωνία των φίλων, αριθμώντας περί τους 120.000 πιστούς στις ΗΠΑ το 1907. Ιδρυτής της αίρεσης υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”